συντέκνισσα

συντέκνισσα
η, ΝΜ
βλ. σύντεκνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύντεκνος — ο, η, θηλ. και συντέκνισσα, ΝΜ, θηλ. και συντέκνη Μ κουμπάρος μσν. 1. παράνυμφος 2. αυτός που έχει ανατραφεί ως αδελφός ή ως αδελφή σε σχέση με τα παιδιά εκείνου που τόν ανέθρεψε. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. ἔν τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • σύντεκνος — ο θηλ. συντέκνισσα κουμπάρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”